- ἐπέθεντο
- ἐπιτίθημιlayaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπέθεντ' — ἐπέθεντο , ἐπιτίθημι lay aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
κἀπέθεντο — ἀπέθεντο , ἀποτίθημι put away aor ind mid 3rd pl ἐπέθεντο , ἐπιτίθημι lay aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)